ἐξεγειρομένου

ἐξεγειρομένου
ἐξεγείρω
awaken
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ριτεμπέφ — (Rutebeuf). Γάλλος ποιητής του 13oυ αι., για τη ζωή του οποίου υπάρχουν μόνο οι πληροφορίες που βγαίνουν από τα κείμενά του: περιπλανώμενος επαγγελματίας τραγουδιστής, σχεδόν τυφλός, καταδιωκόταν συνεχώς από τους δανειστές του. Μπορεί να θεωρηθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”